- μασοριτικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μασόρα ή στους μασορίτες2. φρ. «μασοριτικό κείμενο» — το κείμενο τής Παλαιάς Διαθήκης όπως εμφανίζεται μετά την κριτική εργασία τών μασοριτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μασορίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Λαζ. Βελέλη].
Dictionary of Greek. 2013.